πυγμῆς

πυγμῆς
πυγμή
fist
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Faustkampf — Der Faustkämpfer vom Quirinal: Griechische Statue eines Faustkämpfers aus dem 1. Jahrhundert v. Chr. Der Faustkampf (Pygme, Pyx, Pyxmachia, Pygmahia) wurde erstmals im Jahre 688 v. Chr. bei den 23. Olympischen Spielen des Altertums… …   Deutsch Wikipedia

  • Faustkämpfer — Der Faustkämpfer vom Quirinal: Griechische Statue eines Faustkämpfers aus dem 1. Jahrhundert v. Chr. Der Faustkampf (Pygme, Pyx, Pyxmachia, Pygmahia) war eine Disziplin im Fünfkampf der Olympischen Spiele der Antike. Der Faustkampf wurde erstmals …   Deutsch Wikipedia

  • NEXUS — συμπλοκαὶ in lucta in genere; inprimis in pancratio; soli enim pancratiastae nexus humi implicabant et explicabant, quod optime calluisse Antaeum, cui cum Hercule aliquando res erat, refert Solinus c. 27. τρόπους χαμαὶ huiusmodi luctandi modos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • πυγμόμετρο — το, Ν δυναμόμετρο που σημειώνει την ένταση τού χτυπήματος τής πυγμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ευαλκίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός των Ερετριέων (5ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στην επανάσταση των Ιώνων (499 π.Χ.) και στην εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων. Σκοτώθηκε μετά την άλωση των Σάρδεων στην Έφεσο κατά τη διάρκεια της υποχώρησης των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”